- αμολάω
- αμολάω και αμολάρω (λ. ιταλ.), -ησα, -ήθηκα, -ημένος1. χαλαρώνω, αφήνω: Αμόλα σκοινί, αμόλα!2. βάζω σε κίνηση, εξαπολύω: Αμόλησε τα σκυλιά κατά πάνω τους.3. το μέσ., αμολιέμαι ή αμολιούμαι τρέχω: Αμολήσου (προστ. αορ.) να τον προλάβεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.